- καταλωβαω
- καταλωβάωκατα-λωβάωувечить, калечить
(τινα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταλωβᾶται — καταλωβάω mutilate pres subj mp 3rd sg καταλωβάω mutilate pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλωβᾶσθαι — καταλωβάω mutilate pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλωβήσαιο — καταλωβάω mutilate aor opt mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλωβήσαιτο — καταλωβάω mutilate aor opt mid 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλωβήσαιτ' — καταλωβήσαιτο , καταλωβάω mutilate aor opt mid 3rd sg (attic ionic) καταλωβήσαιτε , καταλωβάω mutilate aor opt act 2nd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)